- τρόφιμος
- Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Νέρωνα (37-68). Η μνήμη του τιμάται στις 14 Απριλίου.
2. Καταγόταν από τη Φρυγία της Σαλουταρίας. Τον συνέλαβαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και τον έστειλαν στην πατρίδα του, όπου μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τον συμπατριώτη του Δορυμέδοντα (276-282). Η μνήμη του τιμάται στις 19 Σεπτεμβρίου.
3. Καταγόταν από τη Στρατονικεία. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284-305). Τον σταύρωσαν στη Λαοδίκεια μαζί με τον συμπατριώτη του Θαλλό. Τα σώματά τους, πριν τα θάψουν, έρρανε με μύρο και τύλιξε με πολύτιμο ύφασμα η σύζυγος του ηγεμόνα της περιοχής Ασκληπιού. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαρτίου.
4. Ήταν, μαζί με τον Ευκαρπίωνα, στρατιώτες στη Νικομήδεια, μάλλον επί Μαξιμιανού (286-305). Φανατικοί αρχικά διώκτες του χριστιανισμού, ασπάστηκαν τελικά και οι ίδιοι τη νέα θρησκεία γιατί τους εντυπωσίασε η σθεναρή στάση των χριστιανών. Για τη στάση τους αυτή τους έκαψαν ζωντανούς. Η μνήμη του Τ. τιμάται στις 18 Μαρτίου.
5.Μαρτύρησε μαζί με τον Δορυμέδοντα και τον Τρύφωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Σεπτεμβρίου.
6. Μαρτύρησε μαζί με τους Αβράμιο, Βαρνάβα, Βάσ(σ)η, Δαμιανό, Δορυμέδοντα, Κοσμά, Σάβα και Στέφανο. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιουλίου.
7. Μαρτύρησε μαζί με τον Θεόφιλο. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιουλίου.
* * *-η, -ο / τρόφιμος, -η, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τρόφιμος και τροφίμη, Α1. (κυρίως το αρσ. ως ουσ. και με παθ. σημ.) ο τρόφιμοςαυτός που τρέφεται από κάποιον άλλο, υπότροφος (α. «είναι τρόφιμος τού σχολείου μας» — είναι οικότροφοςβ. «παῖς ὅδ' ἀμφὶ ναοὺς σέθεν τρόφιμος», Ευρ.)2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρόφιμονεοελλ.το αρσ. ως ουσ. (με επιτιμητική ή ειρωνική σημ.) πρόσωπο που ζει σε ορισμένο, ιδίως κακό, περιβάλλον («τρόφιμος τών φυλακών» — άτομο που περνά τη ζωή του στις φυλακές)αρχ.1. αυτός που αποτελεί επαρκή και ωφέλιμη τροφή, θρεπτικός («γάλα τροφιμώτατον», Αριστοτ.)2. αυτός που συντελεί στην αύξηση, στην ανάπτυξη ενός οργανισμού («γᾱ τρόφιμε τῶν ἐμῶν τέκνων», Ευρ.)3. (για ζώα) κατοικίδιος4. (για τα ανθρώπινα σώματα) υγιής, ισχυρός ως προς την κράση5. (για φυτά) θαλερός6. αυτός που έχει τις προϋποθέσεις να ζήσει, ο βιώσιμος («τρόφιμον κύημα», Πολυδ.)7. το αρσ. ως ουσ. α) (με παθ. σημ.) θετός γιος, ψυχοπαίδιβ) (με ενεργ. σημ.) αυτός που ανατρέφει κάποιον, δεσπότης, αφέντης8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρόφιμοια) οι μαθητέςβ) (στη Σπάρτη) νέοι τών οποίων τη διατροφή είχαν αναλάβει οι πλούσιοι, επειδή λόγω τής φτώχειας τους αδυνατούσαν να καταβάλλουν τη μερίδα τους στα φιλίτια*, τα κοινά συσσίτια9. το ουδ. ως ουσ. τρόφιμον(κατά τον Ησύχ.) «... καὶ ἀνδρὸς δακτύλιον»10. το θηλ. ως ουσ. ἡ τροφίμηκυρία, δέσποινα11. φρ. «τῆς ἀρετῆς τρόφιμοι» — οι ενάρετοι (λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -ιμος (πρβλ. σκόπ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.